- βόμβο
βόμβο, τό, sagt der Scythe, Ar. Th. 1176, für βόμβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόμβο, τό, sagt der Scythe, Ar. Th. 1176, für βόμβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραβομβώ — έω, Α 1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι 2. (το παθ.) παραβομβοῡμαι, έομαι ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο … Dictionary of Greek
ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… … Dictionary of Greek
βόμβος — ο 1. ήχος συνεχής και σταθερός, βουή, βουητό: Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το βόμβο των εντόμων. 2. το βούισμα των αυτιών: Είχε ένα συνεχή βόμβο στ’ αυτιά του μετά την έκρηξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαβούλα — η κοινή ονομασία για οποιοδήποτε έντομο κάνει βόμβο όταν πετά … Dictionary of Greek
βασμός — (I) ο, [βάζω II] 1. ήχος που μοιάζει με τον βόμβο των μελισσών 2. βοή, θόρυβος 3. ο σφυγμός. (II) βασμός, ο (Μ) (AM) ο βαθμός· [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαθμός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek
βομβήεις — βομβήεις, εσσα, εν (Α) [βόμβος] ο γεμάτος βόμβο … Dictionary of Greek
βομβαύλιος — βομβαύλιος, ο (Α) αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + αύλιος < αυλός] … Dictionary of Greek
βομβηδόν — (Α) [βόμβος] επίρρ. με βόμβο … Dictionary of Greek
βομβητής — ο (Α βομβητής) [βομβώ] νεοελλ. 1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας 2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα αρχ. αυτός που παράγει βόμβο … Dictionary of Greek
βομβικός — βομβικός, ή, όν (Α) [βόμβος] αυτός που κάνει βόμβο … Dictionary of Greek
βομβοκτυπίζω — (Μ) χτυπώ προκαλώντας βόμβο … Dictionary of Greek