- βό-αγρος
βό-αγρος, ὁ, der wilde Ochse, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βό-αγρος, ὁ, der wilde Ochse, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρός — field masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek