- προ-κοιτών
προ-κοιτών, ῶνος, ὁ, Vorgemach, Lob. zu Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κοιτών, ῶνος, ὁ, Vorgemach, Lob. zu Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκοιτών — ῶνος, ὁ, Α προθάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»] … Dictionary of Greek
πρόσταμα — Πόλη της Μικράς Ασίας στην αρχαιότητα. Ταυτίζεται με τη σημερινή τουρκική κωμόπολη Εργεντίρ, που είναι χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης. * * * Α (κατά τον Ησύχ.) «κοιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στα (< θ. τού ρ. ἵστημι, πρβλ. ἵ στα μεν)… … Dictionary of Greek