- μότωσις
μότωσις, ἡ, das Auflegen von Charpie, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μότωσις, ἡ, das Auflegen von Charpie, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μότωσις — μότωσις, ἡ (Α) [μοτώ (Ι)] τοποθέτηση μοτού … Dictionary of Greek
μότωσις — dressing with lint fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτώσει — μότωσις dressing with lint fem nom/voc/acc dual (attic epic) μοτώσεϊ , μότωσις dressing with lint fem dat sg (epic) μότωσις dressing with lint fem dat sg (attic ionic) μοτόω plug a wound with lint aor subj act 3rd sg (epic) μοτόω plug a wound… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτώσιος — μότωσις dressing with lint fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μότωσιν — μότωσις dressing with lint fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
былие травное — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} фразеол. 1) греч. βοτάνη χόρτου (ἡ βοτάνη, корм, трава;… … Словарь церковнославянского языка
μοτώσεως — μοτώσεω̆ς , μότωσις dressing with lint fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)