- βότρυχος
βότρυχος, ὁ, 1) Traubenstengel, Galen. – 2) = βόστρυχος, Bergk Anacr. frg. p. 255.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βότρυχος, ὁ, 1) Traubenstengel, Galen. – 2) = βόστρυχος, Bergk Anacr. frg. p. 255.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βότρυχος — βότρυχος, ο (Α) 1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο 2. ο βόστρυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)] … Dictionary of Greek
βότρυχος — βόστρυχος curl masc nom sg βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυχώδης — βοτρυχώδης, ες (Α) [βότρυχος] βοστρυχώδης, σγουρός … Dictionary of Greek
βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster … Dictionary of Greek
βοτρύχοισι — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρύχους — βόστρυχος curl masc acc pl βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρύχων — βόστρυχος curl masc gen pl βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυχοι — βόστρυχος curl masc nom/voc pl βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυχον — βόστρυχος curl masc acc sg βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)