νόσημα

νόσημα

νόσημα, τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; ϑανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Uebertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοις μὴ πεποιϑέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας νόσημα, Thuc. 2, 53; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον νόσημα, ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοσήμα — νοσήμᾱ , νοσήμη fem nom/voc/acc dual νοσήμᾱ , νοσήμη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσημα — disease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσημα — (I) το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ] πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.) αρχ. μτφ. α) ηθική αρρώστια… …   Dictionary of Greek

  • νόσημα — το, ατος αρρώστια, νόσος, ασθένεια: Πάσχει από πνευμονικό νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόσημ' — νόσημα , νόσημα disease neut nom/voc/acc sg νόσημαι , νοσήμη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσημάτων — νόσημα disease neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήμασι — νόσημα disease neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήμασιν — νόσημα disease neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματα — νόσημα disease neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματε — νόσημα disease neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματι — νόσημα disease neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”