βόσις

βόσις

βόσις, , Fraß, Weide, Il. 19, 268 (ἅπαξ εἰρημ.) u. sp. D.; Qu. Sm. 1, 327 Opp. 3, 174.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βόσις — βόσις, η (Α) τροφή, βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • βόσις — βόσῑς , βόσις food fem acc pl (epic doric ionic aeolic) βόσις food fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσιν — βόσις food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσιος — βόσις food fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИОГЕН ВАВИЛОНСКИЙ —     ДИОГЕН ВАВИЛОНСКИЙ, или Диоген из Селевкии (Διογένης ὁ Βαβυλώνιος, ὁ Σελευκεύς) (ок. 240 ок. 150 до н. э.), стоик, ученикХрисиппа, один из самых влиятельных представителей Ранней Стой. Родом из Селевкии на Тигре (эту область собирательно… …   Античная философия

  • αιγίβοσις — αἰγίβοσις ( εως), η (Α) βοσκή κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βόσις «τροφή ζώων»] …   Dictionary of Greek

  • βουβόσιον — βουβόσιον, το (Α) 1. περιοχή όπου βόσκουν βόδια 2. πληθ. βουβόσια τα κτηνοτροφία βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βόσις «τροφή, βοσκή»] …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • gʷou- —     gʷou     English meaning: cattle     Deutsche Übersetzung: “Rind”     Grammatical information: m. f. nom. sg. gʷōus , gen. gʷous (and gʷou̯ os?), acc. gʷōm, loc. gʷou̯ i     Material: O.Ind. gáuḥ m. f. “rother, cattle” (= Av. güuš ds.), gen …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”