- βόστρυχον
βόστρυχον, τό, = folgdm; plur. τὰ βόστρυχα Paul. Sil. 34. 41 (V, 260 VI, 71).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόστρυχον, τό, = folgdm; plur. τὰ βόστρυχα Paul. Sil. 34. 41 (V, 260 VI, 71).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόστρυχον — βόστρυχος curl masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
μυρόχριστος — μυρόχριστος, ον (Α) αλειμμένος με μύρο, με άρωμα («μυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό χριστος] … Dictionary of Greek
νεώρης — νεώρης, ες (Α) νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
πλοκαμώδεα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸν οὖλον βόστρυχον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλόκαμος] … Dictionary of Greek