μόσσυν

μόσσυν

μόσσυν, od. μόσυν, ῡνος, ein hölzerner Thurm, ein hölzernes Haus. wonach die Μοσσύνοικοι (s. nom. propr.) benannt sind; Ap. Rh. 2, 379. 1019, δουρατέοις πύργοισιν ἐν οἰκία τεκτήναντες καλλιμα καὶ πύργους εὐπηγέας, οὓς καλέουσι μόσσυνας; Xen. An. 5, 4, 26; D. Hal. 1, 26; der plur. lautet auch μόσυνοι, Schol. Ap. Rh. 2, 379; u. so steht σὺν τοῖς μοσύνοις bei Xen. a. a. O.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… …   Dictionary of Greek

  • μόσσυν — μόσσῡν , μόσσυν wooden house masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мосяг — (реконструкция) латунь . Соболевский (РФВ 66, 351) реконструирует как исходную форму для фам. Мосягин. Ср. укр. мосяж латунь , чеш. mоsаz – то же, слвц. mosadz, польск. mosiądz, в. луж. mosaz, н. луж. диал. mosez латунь, медь . Это слово, в… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… …   Dictionary of Greek

  • μοσσυνικός — μοσσυνικός, ή, όν (Α) [μόσσυν] αυτός που έχει κατασκευαστεί από τους Μοσσυνοίκους ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τρόπο τών Μοσσυνοίκων («μοσσυνικὰ μαζονομεία», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μοσσύνοις — μοσσύ̱νοις , μόσσυν wooden house masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσσύνων — μοσσύ̱νων , μόσσυν wooden house masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνα — μόσσῡνα , μόσσυν wooden house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνας — μόσσῡνας , μόσσυν wooden house masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνες — μόσσῡνες , μόσσυν wooden house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσσυνι — μόσσῡνι , μόσσυν wooden house masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”