- μόργνῡμι
μόργνῡμι, = ὀμόργνυμι, μόρξαντο, Qu. Sm. 4, 270. 314.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόργνῡμι, = ὀμόργνυμι, μόρξαντο, Qu. Sm. 4, 270. 314.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόργνυμι — (Α) ομόργνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμόργνυμι, «σφουγγίζω» με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο·] … Dictionary of Greek