- βωλίον
βωλίον, τό, dim. von βῶλος; Ar. Vesp. 203 u. Arist. ausc. mirab. 47 steht mit falschem Accent βώλιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωλίον, τό, dim. von βῶλος; Ar. Vesp. 203 u. Arist. ausc. mirab. 47 steht mit falschem Accent βώλιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωλίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλία — βωλίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλίου — βωλίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλί — και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον) μικρός βώλος χώματος νεοελλ. μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι] … Dictionary of Greek