- βωλάριον
βωλάριον, τό, dim. von βῶλος, Strab. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωλάριον, τό, dim. von βῶλος, Strab. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωλάριον — βωλάριον, το (Α) [βώλος] μικρός βώλος … Dictionary of Greek
βωλάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλαρίων — βωλάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλαρίῳ — βωλάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλάρια — βωλάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek