- προ-γλωσσίς
προ-γλωσσίς, ἡ, die Zungenspitze, Poll. 2, 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-γλωσσίς, ἡ, die Zungenspitze, Poll. 2, 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγλωσσίς — ίδος, ἡ, Α το οξύ άκρο τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσίς (< γλῶσσα), πρβλ. υπο γλωσσίς] … Dictionary of Greek