- μωλύνω
μωλύνω, = μωλύω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωλύνω, = μωλύω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωλύνω — (Α) βλ. μωλύω … Dictionary of Greek
μεμωλυσμένα — μωλύνω perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμωλυσμένᾱ , μωλύνω perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμωλυσμένᾱ , μωλύνω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμωλυσμένον — μωλύνω perf part mp masc acc sg μωλύνω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμωλυσμένη — μωλύνω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμωλύνθη — μωλύνω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμώλυνε — ἐμώλῡνε , μωλύνω aor ind act 3rd sg ἐμώλῡνε , μωλύνω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… … Dictionary of Greek
μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… … Dictionary of Greek
μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… … Dictionary of Greek
μωλυνόμενα — μωλῡνόμενα , μωλύνω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλύνειν — μωλύ̱νειν , μωλύνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)