- βωμίς
βωμίς, ίδος, ἡ, dim. von βωμός, Stufe, Her. 2, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωμίς, ίδος, ἡ, dim. von βωμός, Stufe, Her. 2, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωμίς — βωμίς, η (Α) [βωμός] βαθμίδα, σκαλοπάτι … Dictionary of Greek
βωμίδας — βωμίς step fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek