- βωμάκευμα
βωμάκευμα, τό, = βωμολόχευμα, Schol. Plat. Rep. X p. 487.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωμάκευμα, τό, = βωμολόχευμα, Schol. Plat. Rep. X p. 487.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωμάκευμα — βωμάκευμα, το (Μ) [βώμαξ] το βωμολόχευμα … Dictionary of Greek
βωμακεύμασι — βωμάκευμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμακεύματα — βωμάκευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)