- νωγαλίζω
νωγαλίζω, = Vorigem; Alexis bei Ath. I, 28 d; Eubul. ib. XIV, 622 d, auffallend ἐνωγάλισται, wie auch Eust. 1163, 23 bemerkt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγαλίζω, = Vorigem; Alexis bei Ath. I, 28 d; Eubul. ib. XIV, 622 d, auffallend ἐνωγάλισται, wie auch Eust. 1163, 23 bemerkt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγαλίζω — νωγαλιζω (Α) [νώγαλα] νωγαλεύω* … Dictionary of Greek
νωγαλίζει — νωγαλίζω pres ind mp 2nd sg νωγαλίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νενωγάλισται — νωγαλίζω perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγαλίζειν — νωγαλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγάλισμα — τὸ (Α) [νωγαλίζω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλίσματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek