νωχελής — slow moving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελής — ές (Α νωχελής, ές) αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος νεοελλ. (η αιτ. τού ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα με μεγάλη νωχέλεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές α) η νωχέλεια β) έκτρωμα, τέρας. επίρρ... νωχελώς με … Dictionary of Greek
νωχελῆ — νωχελής slow moving neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νωχελής slow moving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νωχελής slow moving masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελέστερον — νωχελής slow moving adverbial comp νωχελής slow moving masc acc comp sg νωχελής slow moving neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελεῖ — νωχελής slow moving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νωχελής slow moving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελεῖς — νωχελής slow moving masc/fem acc pl νωχελής slow moving masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελές — νωχελής slow moving masc/fem voc sg νωχελής slow moving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελεστέρους — νωχελής slow moving masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελοῦς — νωχελής slow moving masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελέας — νωχελής slow moving masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελέες — νωχελής slow moving masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)