- νωτό-γραπτος
νωτό-γραπτος, mit bemahltem, buntem Rücken, Arist. bei Ath. VII, 286 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωτό-γραπτος, mit bemahltem, buntem Rücken, Arist. bei Ath. VII, 286 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχηματόγραπτος — ον, Μ ο περιγεγραμμένος με σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + γραπτος (< γραπτός < γράφω), πρβλ. νωτό γραπτος] … Dictionary of Greek