μωρία — μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc/acc dual μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίᾳ — μωρίαι , μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… … Dictionary of Greek
μωρία — η 1. ανοησία, χαζομάρα: Κάνει συνεχώς μωρίες. 2. (ιατρ.), διανοητική εξασθένηση: Τον παρακολουθεί γιατρός γιατί πάσχει από μωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωρίας — μωρίᾱς , μωρία folly fem acc pl μωρίᾱς , μωρία folly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαι — μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαν — μωρίᾱν , μωρία folly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωριῶν — μωρία folly fem gen pl μωρίζω to be foolish fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαις — μωρία folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίη — μωρία folly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίην — μωρία folly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)