- μωρο-φιλό-σοφος
μωρο-φιλό-σοφος, ὁ, der närrische Philosoph, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωρο-φιλό-σοφος, ὁ, der närrische Philosoph, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόσοφος — η, ο (Α κενόσοφος, ον) ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρό σοφος, φιλό σοφος] … Dictionary of Greek