μωρό-φρων

μωρό-φρων

μωρό-φρων, ονος, stumpfsinnig, Maneth. 4, 283.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκρόφρων — νεκρόφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται ως θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θεό φρων, μωρό φρων] …   Dictionary of Greek

  • νηπιόφρων — νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός. επίρρ... νηπιοφρόνως (Α) με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό φρων, μωρό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”