- νωπέομαι
νωπέομαι, = δυςωπέομαι; ἐνωπήϑη ἐπί τινι, Ion Ch. bei Ath. XIII, 604 b; s. Lob. zu Phryn. 190; Hesych. erkl. νενώπηται, καταπέπληκται, τεταπείνωται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωπέομαι, = δυςωπέομαι; ἐνωπήϑη ἐπί τινι, Ion Ch. bei Ath. XIII, 604 b; s. Lob. zu Phryn. 190; Hesych. erkl. νενώπηται, καταπέπληκται, τεταπείνωται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωπέομαι — (Α) γίνομαι κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ ἀσθενής … Dictionary of Greek
νενώπηται — νωπέομαι to be downcast perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνωπήθη — νωπέομαι to be downcast aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… … Dictionary of Greek