προ-ελπίζω

προ-ελπίζω

προ-ελπίζω, vorher hoffen; ἐκ πεντεκαίδεχ' ἡμερῶν προηλπικὼς τὸ δεῖπνον, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c; N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • προκατελπίζω — Α ελπίζω εξ ολοκλήρου εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατελπίζω «έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ»] …   Dictionary of Greek

  • προμνώμαι — άομαι, Α 1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.) 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι 3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι 4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”