- ξυάλη
ξυάλη, ἡ, = Folgdm, VLL., als der gewöhnliche Ausdruck bezeichnet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυάλη, ἡ, = Folgdm, VLL., als der gewöhnliche Ausdruck bezeichnet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυήλη — και δωρ. τ. ξυάλη, ἡ (Α) 1. είδος μαχαιριού με κυρτό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία τών ξύλων με ξέση, ξύστρα 2. μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος τών Λακώνων, που τό κρεμούσαν από τη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύω + κατάλ. ήλη… … Dictionary of Greek