ξυλών

ξυλών

ξυλών, ῶνος, ὁ, Holzplatz, Holzstall (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυλῶν — ξυλόω turn into wood pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξυλόω turn into wood pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξυλόω turn into wood pres part act masc nom sg ξυλόω turn into wood pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλων — ξύλον Abh. Berl. Akad. neut gen pl ξυλόω turn into wood imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ξυλόω turn into wood imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ξυλεία — η (Α ξυλεία) [ξυλεύω] το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.) αρχ. 1. η …   Dictionary of Greek

  • ξυλοποιός — ξυλοποιός, όν (Α) (για τόπο ή οικοδομή) κατάλληλος για κατεργασία ξύλων, αυτός όπου γίνεται κατεργασία ξύλων …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφορία — ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) [ξυλοφόρος] μεταφορά ξύλων αρχ. προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ξυλώνας — ο (Α ξυλών, ῶνος) τόπος όπου εναποτίθενται ξύλα, αποθήκη ξύλων, ξυλαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μηλ ών, νεκρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”