ξυλήριον, τό, = ξυλάριον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλήριον — ξυλήριον, τὸ (Α) βλ. ξυλάριο … Dictionary of Greek
ξυλάριο — το (ΑΜ ξυλάριον, Α και ξυλήριον) ξυλάκι, μικρό ξύλο αρχ. κομμένος κορμός δένδρου, κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. άριο(ν), πρβλ. πλοι άριο] … Dictionary of Greek