- ξυλίτης
ξυλίτης, ὁ, holzähnlich, ein Fisch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλίτης, ὁ, holzähnlich, ein Fisch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλίτης — ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, ίτιδος) νεοελλ. 1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο μ ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο 2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους… … Dictionary of Greek
ξυλίτης — ξυλί̱της , ξυλίτης like wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… … Dictionary of Greek