- ξυλο-μιγής
ξυλο-μιγής, ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-μιγής, ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλομιγής — ξυλομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μιγής (< θ. μιγτον μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. αργυρο μιγής] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek