- ξυλο-γλύφος
ξυλο-γλύφος, Holz schnitzend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-γλύφος, Holz schnitzend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
ιερογλύφος — ο (Α ἱερογλύφος) αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύφος, σμιλι γλύφος] … Dictionary of Greek
λιθογλύφος — ο (Α λιθογλύφος) 1. ο λιθογλύπτης 2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
οστογλύφος — ὀστογλύφος, ὁ (Α) εργαλείο για λάξευση οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek