- ξυλο-ειδής
ξυλο-ειδής, ές, holzartig, -ähnlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-ειδής, ές, holzartig, -ähnlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημεροειδής — ἡμεροειδής, ές (Α) αυτός που φαίνεται αληθινός, πραγματικός σαν να συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («φάντασμα ημεροειδές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + ειδής (< εί δος), πρβλ. ξυλο ειδής σωληνο ειδής] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πυξοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με το ξύλο τής πύξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ειδής*] … Dictionary of Greek