- ξυλο-κόπος
ξυλο-κόπος, Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-κόπος, Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
ηλοκόπος — ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
θεατροκόπος — θεατροκόπος, ον (Α) αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
θυροκόπος — θυροκόπος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
ιδροκόπος — ο αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπος (< κόπος), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
καυλοκόπος — καυλοκόπος, ὁ (Μ) είδος σκουληκιού που κατατρώγει τους βλαστούς τών λάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «βλαστός» + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος, χορτο κόπος] … Dictionary of Greek
καλαμοκόπος — καλαμοκόπος, ὁ (Α) πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
κρεοκόπος — κρεοκόπος, ὁ (Α) αυτός που κόβει το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
λιθοκόπος — ο (AM λιθοκόπος) αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης νεοελλ. εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι μσν. αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
νευροκοπώ — νευροκοπῶ, έω (Α) 1. κόβω τα νεύρα 2. κόβω τη χορδή τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek