- ξυλοχίζομαι
ξυλοχίζομαι, dor. ξυλοχίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr. 5, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλοχίζομαι, dor. ξυλοχίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr. 5, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλοχίζομαι — ξυλοχίζομαι, δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) [ξύλοχος] μαζεύω ξύλα, κόβω ξύλα, ξυλεύομαι … Dictionary of Greek
ξυλοχίζεται — ξυλοχίζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοχίσδεται — ξυλοχίζομαι pres ind mp 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)