- ξυλο-φανής
ξυλο-φανής, ές, wie Holz erscheinend, aussehend, D. Sic. 20, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-φανής, ές, wie Holz erscheinend, aussehend, D. Sic. 20, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκοφανής — ές, Α 1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα 2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, ξυλο … Dictionary of Greek
ξυλοφανής — ξυλοφανής, ές (Α) 1. αυτός που δείχνει, που εμφανίζει ξύλο ή που φαίνεται ξύλινος 2. αυτός που μοιάζει με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φανής (< φαίνω), πρβλ. μόλυβδο φανής] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek