- ξυλο-φόριος
ξυλο-φόριος, zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-φόριος, zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοφόριος — θεσμοφόριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος ονομασία μήνα στους Ροδίους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῑον ναός τής Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια 3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» είδος δακτυλικού μέτρου … Dictionary of Greek