- ξυλο-σχίστης
ξυλο-σχίστης, ὁ, der Holzspalter, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-σχίστης, ὁ, der Holzspalter, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετασχίστης — και μετασχιστής, ὁ (Α) αυτός που διαιρεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σχίστης (< σχίζω), πρβλ. ξυλο σχίστης, παρα σχίστης] … Dictionary of Greek