- ξυλο-πώλης
ξυλο-πώλης, ὁ, Holzhändler (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-πώλης, ὁ, Holzhändler (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] … Dictionary of Greek