- ξυλο-παγής
ξυλο-παγής, ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-παγής, ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεσελαιοπαγής — ζεσελαιοπαγής, ές (Α) (κωμ. επίθ. για πλακούντα, για πίτα) μαγειρεμένος σε λάδι που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + παγής (< πήγνυμι) πρβλ. ξυλο παγής, συμ παγής] … Dictionary of Greek
ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
ποντοπαγής — ές, Α εμπεπηγμένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. ξυλο παγής, υδρο παγής] … Dictionary of Greek
προσωποπαγής — ές, Ν αυτός που συνυπάρχει με ένα πρόσωπο κατά αδιάσπαστο τρόπο (α. «προσωποπαγή δικαιώματα» τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωπο β. «προσωποπαγές κόμμα» το κόμμα που υπάρχει όχι χάρη στην κοινή ιδεολογία τών οπαδών του … Dictionary of Greek
σαρκοπαγής — ές, ΜΑ (ποιητ. τ.) αποτελούμενος από σάρκα, σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*, πρβλ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. ξυλο παγής] … Dictionary of Greek
κεδροπαγής — κεδροπαγής, ές (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek