- μυλακρίς
μυλακρίς, ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλακρίς, ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλακρίς — και μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους 2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» μυλόπετρα, μυλίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αμπελ ίς, μηλ ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς … Dictionary of Greek
μυλακρίς — millstone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλακρίδα — μυλακρίς millstone fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλακρίδας — μυλακρίς millstone fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλακρίδες — μυλακρίς millstone fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλαβρίς — μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μυλακρίς … Dictionary of Greek