- ξυλικός
ξυλικός, von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλικός, von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλικός — ή, ό (Α ξυλικός, ή, όν) [ξύλον] το θηλ. ως ουσ. η ξυλική ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία τού δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία αρχ. 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο 2 … Dictionary of Greek
ξυλικῶν — ξυλικός of wood fem gen pl ξυλικός of wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικόν — ξυλικός of wood masc acc sg ξυλικός of wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικαί — ξυλικός of wood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικοῖς — ξυλικός of wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικῇ — ξυλικός of wood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικήν — ξυλικός of wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικῷ — ξυλικός of wood masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλικάριος — ξυλικάριος, ὁ (Α) [ξυλικός] ξυλέμπορος ή, κατ άλλη ερμηνεία, εργάτης εργοστασίου κατεργασίας ξύλων … Dictionary of Greek
ξυλική — η (Α ξυλική) βλ. ξυλικός … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek