- ξυλεύομαι
ξυλεύομαι, sich Holz holen, Holz fällen, Sp.; aor. med., Schol. Il. 11, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλεύομαι, sich Holz holen, Holz fällen, Sp.; aor. med., Schol. Il. 11, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλίζω — (Α το μέσ. ξυλίζομαι) [ξύλον] νεοελλ. 1. δέρνω κάποιον με ξύλο, τού δίνω ξυλιές 2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ αρχ. συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι … Dictionary of Greek
ξυλεύω — (Α ξυλεύω) [ξύλον] (συν. το μέσ) ξυλεύομαι κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾱς ἀνήρ ξυλεύεται» αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε νεοελλ. προμηθεύομαι ξύλα … Dictionary of Greek
ξυλοχίζομαι — ξυλοχίζομαι, δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) [ξύλοχος] μαζεύω ξύλα, κόβω ξύλα, ξυλεύομαι … Dictionary of Greek