- μυο-κτόνος
μυο-κτόνος, Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυο-κτόνος, Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντικοκτόνος — ο, Ν αυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυο κτόνος] … Dictionary of Greek
φθειροκτόνος — α, ο / φθειροκτόνος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. αυτός που εξολοθρεύει τις ψείρες («φθειροκτόνο φάρμακο») μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθειροκτόνον το φυτό φθείριον*, σταφισαγρία, κν. σήμερα ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + κτόνος (< κτείνω… … Dictionary of Greek