- ξυλό-λωτος
ξυλό-λωτος, ὁ, Holzlotus, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλό-λωτος, ὁ, Holzlotus, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek
λώτινος — λώτινος, ίνη, ον (Α) [λωτός] 1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.) 3. ο κατάφυτος από… … Dictionary of Greek