- ξυλό-σπογγος
ξυλό-σπογγος, ὁ, ein an einen Stock gebundener Schwamm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλό-σπογγος, ὁ, ein an einen Stock gebundener Schwamm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… … Dictionary of Greek
καλούμα — και καλούμπα, η ο σπόγγος που τυλίγεται γύρω από μικρό κομμάτι ξύλο και χρησιμοποιείται για την ανύψωση τών παιδικών χαρταετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma < κάλυμμα] … Dictionary of Greek