- μυλωθρικός
μυλωθρικός, den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλωθρικός, den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλωθρικός — ή, ὁ (Α μυλωθρικός, ή, όν) [μυλωθρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλωθρικόν φόρος για το άλεσμα … Dictionary of Greek
μυλωθρικόν — μυλωθρικός fit for a miller masc acc sg μυλωθρικός fit for a miller neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλωθρικοῖς — μυλωθρικός fit for a miller masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλωθρικήν — μυλωθρικός fit for a miller fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)