βυβλίον — βιβλίον strip of neut nom/voc/acc sg βυβλίον strip of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < … Dictionary of Greek
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
βυβλί' — βυβλία , βιβλίον strip of neut nom/voc/acc pl βυβλίᾱͅ , βυβλία papyrus bed fem dat sg (attic doric aeolic) βυβλία , βυβλίον strip of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυβλία — βιβλίον strip of neut nom/voc/acc pl βυβλίᾱ , βυβλία papyrus bed fem nom/voc/acc dual βυβλίᾱ , βυβλία papyrus bed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βυβλίον strip of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυβλίοις — βιβλίον strip of neut dat pl βυβλίον strip of neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυβλίου — βιβλίον strip of neut gen sg βυβλίον strip of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυβλίωι — βυβλίῳ , βιβλίον strip of neut dat sg βυβλίῳ , βυβλίον strip of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυβλίων — βιβλίον strip of neut gen pl βυβλίον strip of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυβλίῳ — βιβλίον strip of neut dat sg βυβλίον strip of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)