μυδόεις, εσσα, εν, = μυδαλέος, Nic. Ther. 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυδόεις — μυδόεις, εσσα, εν (Α) μυδαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδος (ΙΙ) «υγρασία» + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
μυδόεντες — μυδόεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)