- μυδρο-κτύπος
μυδρο-κτύπος, glühendes Eisen hämmernd, schmiedend, Eur. Herc. f. 992.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυδρο-κτύπος, glühendes Eisen hämmernd, schmiedend, Eur. Herc. f. 992.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδοκτυπώ — άω / ποδοκτυπῶ έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν νεοελλ. (για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος μσν. (για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κτυπῶ (< κτύπος <… … Dictionary of Greek