- μυκήτινος
μυκήτινος, von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκήτινος, von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκήτινος — μυκήτινος, ίνη, ον (Α) κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, ητος + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
μυκητίναις — μυκήτινος made of mushrooms fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… … Dictionary of Greek