- μυζέω
μυζέω, ion. = Vorigem, so las Suid. für ἀμύζειν bei Xen. An. 4, 5, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυζέω, ion. = Vorigem, so las Suid. für ἀμύζειν bei Xen. An. 4, 5, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυζέω — (Α) ιων. τ. βλ. μυζώ … Dictionary of Greek
μυζώ — άω (ΑΜ μυζῶ, Α ιων. τ. μυζέω) ρουφώ με το στόμα την υγρή ουσία που περιέχεται κάπου, βυζαίνω, πιπιλίζω («η μέλισσα μυζά τον χυμό τού άνθους»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από το θ. μυζη τού αόρ. ἐ μύζη σα τού μύζω* (II) «πιπιλίζω, ρουφώ»] … Dictionary of Greek